- ριγανάτος
- -η, -οαυτός που έχει μέσα ρίγανη: Φάγαμε σήμερα αρνί ριγανάτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ριγανάτος — η, ο, Ν [ρίγανη] 1. (για ψητό φαγητό) αυτός που περιέχει ρίγανη 2. το ουδ. ως ουσ. το ριγανάτο κρέας ψητό που είναι καρυκευμένο κυρίως με ρίγανη … Dictionary of Greek